αστεράτος

αστεράτος
-η, -ο (Μ ἀστερᾶτος, -η, -ον)
αυτός που έχει στο μέτωπο σημάδι το οποίο μοιάζει με άστρο
(«άλογο ή βόδι αστεράτο»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • άστρο — και άστρι και αστρί, το (AM ἄστρον) 1. το αστέρι 2. ο έξοχος, ο υπέροχος («αυτός είναι άστρο», «Ἀκροκόρινθον Ἑλλάδος ἄστρον») νεοελλ. 1. ο αστερισμός, το ζώδιο κάθε ανθρώπου («γεννήθηκε σε καλό άστρο») 2. α) «άστρο της ημέρας» ο ήλιος β) «άστρο… …   Dictionary of Greek

  • αστέρινος — η, ο 1. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στ άστρα 2. εκείνος που έχει πολλά άστρα 3. αυτός που προέρχεται από τ άστρα («αστέρινο φώς») 4. όποιος μοιάζει με άστρο ή έχει τη λάμψη του άστρου («αστέρινη ματιά») 5. ο αστεράτος* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”